θρύψις

θρύψις
(-εως) η см. θρυμμάτιση 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θρύψις" в других словарях:

  • θρύψις — θρύψῑς , θρύψις breaking in small pieces fem acc pl (epic doric ionic aeolic) θρύψις breaking in small pieces fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύψεσι — θρύψις breaking in small pieces fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύψιν — θρύψις breaking in small pieces fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύψει — θρύπτω break in pieces aor subj act 3rd sg (epic) θρύπτω break in pieces fut ind mid 2nd sg θρύπτω break in pieces fut ind act 3rd sg θρύψις breaking in small pieces fem nom/voc/acc dual (attic epic) θρύψεϊ , θρύψις breaking in small pieces fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύψεις — θρύπτω break in pieces aor subj act 2nd sg (epic) θρύπτω break in pieces fut ind act 2nd sg θρύψις breaking in small pieces fem nom/voc pl (attic epic) θρύψις breaking in small pieces fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμυγδαλοθρυψία — η Ιατρ. σύνθλιψη τών αμυγδαλών, εφαρμοζόμενη άλλοτε για την αντιμετώπιση τής υπερτροφίας τών οργάνων αυτών ή ενδοαμυγδαλικών αποστημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < amygdalothripsis, νεολατιν. επιστημον. όρος < νεολατιν. amygdala (πρβλ. αμυγδαλή) +… …   Dictionary of Greek

  • θρυψίχρως — θρυψίχρως, οος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει υπερβολικά λεπτή και μαλακή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύψις + χρως (< χρως, χρωτός), πρβλ. αργό χρως, μελί χρως] …   Dictionary of Greek

  • θρυψικός — θρυψικός, ή, όν (Α) [θρύψις] μαλακός, τρυφερός …   Dictionary of Greek

  • θρύψη — η (Α θρύψις, εως) [θρύπτω] 1. συντριβή, τσάκισμα 2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα αρχ. 1. (για αέρα) το σκόρπισμα 2. ασέλγεια, ασωτία 3. καλλωπισμός …   Dictionary of Greek

  • θρύψιχος — θρύψιχος, ον (Α) [θρύψις] «θρυπτικός», γυναικωτός, διεφθαρμένος …   Dictionary of Greek

  • ομφαλοθρυψία — η ιατρ. σύνθλιψη τής ομφαλίδας που γίνεται για να εξασφαλισθεί αιμόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + θρύψις (< θρύπτω «συντρίβω»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»